σχοινοβάτης

σχοινοβάτης
Καλλιτέχνης του τσίρκου, που έχει την ικανότητα να ισορροπεί πάνω σε τεντωμένο σχοινί. Οι σ. ήταν γνωστοί από τους αρχαίους χρόνους, ιδιαίτερα στην Περσία, τη Ρώμη και την Κίνα. Στη διάρκεια του Μεσαίωνα η τέχνη του σ. διαδόθηκε στη Μ. Ασία, τον Καύκασο, τις Ευρωπαϊκές χώρες και αργότερα στη Ν. Αμερική. Στα τέλη του 19ου αι. Το σχοινί από καννάβι, που ως τότε χρησιμοποιούνταν, αντικαταστάθηκε από ατσάλινο σύρμα και έτσι πάνω σ’ αυτό μπορούσαν να εμφανίζονται πια περισσότεροι από ένας καλλιτέχνες μαζί.
* * *
ο, ΝΜΑ, θηλ. σχοινοβάτισσα Ν
αυτός που ισορροπεί, που περπατάει και εκτελεί ακροβατικές ασκήσεις πάνω σε τεντωμένο σχοινί
νεοελλ.
1. (γενικά) ακροβάτης
2. ζωολ. γένος μαρσιποφόρων θηλαστικών τής οικογένειας phalangeridae, με το μοναδικό μεγαλόσωμο είδος Schoinobates volans, μήκους μέχρι 105 εκατοστόμετρα, που απαντά στην ανατολική Αυστραλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοίνος / σχοινί(ον) + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. υπνο-βάτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σχοινοβάτης — ο θηλ. σχοινοβάτισσα ακροβάτης, αυτός που βαδίζει πάνω σε σχοινί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σχοινοβατῶν — σχοινοβάτης rope dancer masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχοινοβατώ — Ν [σχοινοβάτης] 1. εκτελώ σχοινοβατικές ασκήσεις, είμαι σχοινοβάτης 2. μτφ. ακολουθώ ριψοκίνδυνη τακτική, ενεργώ ριψοκίνδυνα …   Dictionary of Greek

  • σχοινοβάτας — σχοινοβάτᾱς , σχοινοβάτης rope dancer masc acc pl σχοινοβάτᾱς , σχοινοβάτης rope dancer masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • SCHOENOBATES — memoratur Iuvenali Sat. 3. v. 77. Labeoni Funambulus l. 54. ff. de act. empti. Appuleio Funirepus, Floridor. l. 4. Graecis Σχοινοβάτης, item Καλοβάτης in Glossis, κάλοι namque χοινία sunt, interprete Heschiô; apud Romanos inter servos fuit… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -βάτης — β συνθετικό ουσιαστικών της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. βαίνω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αντιστρόφου Λεξικού της Νέας Ελληνικής του Γ. Κουρμούλη (σ. 753), έναντι 85… …   Dictionary of Greek

  • αιθροβάτης — αἰθροβάτης, ο (Μ) 1. (για τον θαυματοποιό Άβαρι) αυτός που βαδίζει στον αιθέρα, αιθεροβάτης 2. σχοινοβάτης, κροβάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθρο (< αἰθὴρ έρος) + βάτης (< βαίνω)] …   Dictionary of Greek

  • ακροβάτης — I Ο όρος κατά λέξη σημαίνει αυτόν που περπατάει στις άκρες των ποδιών και χρησιμοποιείται από πολλές ξένες γλώσσες για να υποδηλώσει κάθε είδους θαυματοποιούς, σχοινοβάτες, σαλτιμπάγκους, άλτες, ισορροπιστές, δεξιοτέχνες ποδηλάτες κ.ά. Η… …   Dictionary of Greek

  • καλοβάμων — ον (AM καλοβάμων, ον) νεοελλ. φρ. «καλοβάμονα πτηνά» τάξη πτηνών με ψηλά και λεπτά πόδια, όπως είναι ο γερανός, ο πελαργός κ.ά. μσν. αρχ. 1. αυτός που βαδίζει επάνω σε καλόβαθρα 2. ο σχοινοβάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + βάμων… …   Dictionary of Greek

  • καλοπαίκτης — καλοπαίκτης, ὁ (Α) ο γυμναζόμενος πάνω σε σχοινιά, σχοινοβάτης, ακροβάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλως, ὁ «χοντρό σχοινί» + παίκτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”